- προσκυνοῦντας
- προσκυνέωmake obeisancepres part act masc acc pl (attic epic doric)προσκυνέωmake obeisancepres part act masc acc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
покланѧтиса — ПОКЛАНѦ|ТИСА (178), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Класть (земной), отвешивать (поясной) поклон; простираться ниц: по се(м). приходѧть попове десны˫а стороны… покланѧюще(с) до землѧ. УСт к. XII, 265 об.; и рекшю. г҃и бл(с)ви. и помоли(с) за мѧ тихы.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις … Dictionary of Greek